ηγεμονίδης

ηγεμονίδης
ο (Α ἡγεμονίδης)
νεοελλ.
γιος ηγεμόνα ή βασιλιά
αρχ.
ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών (-όνος) + κατάλ. -ίδης (πρβλ. ευφρον-ίδης, κηφην-ίδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡγεμονίδην — ἡγεμονίδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίδα — ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc nom/voc/acc dual ἡγεμονίδης masc voc sg ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc gen sg (doric aeolic) ἡγεμονίδης masc nom sg (epic) ἡγεμονίς imperial fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίδας — ἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδης masc acc pl ἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδης masc nom sg (epic doric aeolic) ἡγεμονίς imperial fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

  • ՀԵԳԵՄՈՆ — ( ) NBH 2 0079 Chronological Sequence: Early classical գ. ՀԵԳԵՄՈՆ կամ ՀԵԳԵՄՈՆԻԴԷՍ. որ եւ ՀՈԳԵՄՈՆ. Բառ յն. իղէմօն, սեռ. իղէմօնի՛տիս. ἠγεμών սեռ. ἠγεμονίδης dux, princeps, rector, praeses. Առաջնորդ. վերակացու. *Եթող անդ սպարապետ ʼի վերայ աշխարհին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”